- κορίσκομαι
- κορίσκομαι (Α)1. γεμίζω μέχρι κόρου («κορίσκονται πολλῆς ὑγρασίης», Ιπποκρ.)2. ενοχλούμαι, δυσαρεστούμαι, παροργίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ενεστωτικός τ. τού κορέννυμι*, σχηματισμένος επίσης υποχωρητ. από το θ. κορ-ε-σ- τού αορ.].
Dictionary of Greek. 2013.